αλώ

αλώ
ἀλῶ (-έω) (Α)
1. (στον Όμηρο μόνο ως κατ-αλῶ) συντρίβω, μεταβάλλω σε σκόνη, αλέθω
2. φρ. «βίος ἀληλεμένος», ζωή πολιτισμένη, άνετη (δηλ. πολιτιστική κατάσταση, όπου γίνεται χρήση αλεσμένου σιταριού και όχι καρπών στη φυσική τους κατάσταση).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ἀλέω (< *ἀλέFω, πρβλ. και ἄλεαρ < *ἄλεFαρ, ἄλέατα < *ἀλέFατα) πιθ. προήλθε από έναν αθέματο ενεστώτα (ἄλημι) υπόθεση στην οποία μάς οδηγεί το -η- τού παράλλ. τ. ἀλήθω «αλέθω». Για το επίθημα που απαντά στο ρ. αλήθω, και το οποίο διατηρείται και στη Νέα Ελληνική (αλέθω) πρβλ. και το ρ. σήθω «διαπερνώ, κοσκινίζω». Τύποι συγγενείς ετυμολογικά με το ρ. ἀλῶ(-έω) απαντούν και σε άλλες γλώσσες πρβλ. αρμεν. afam «αλέθω», ινδ. ātā «αλεύρι» περσ. ārd «αλεύρι», αβεστ. αšα (< *arta) «αλεσμένος».
ΠΑΡ. ἄλεσις και ἄλησις
αρχ.
ἀλέατα, ἄλετρον και ἄλεστρον, ἀλέτης, ἀλετὸς και ἀλητός, ἄλημα, ἄλητον, ἀλίνω
αρχ.-μσν.
ἀλεσμός, ἀλετρίς
μσν.- νεοελλ.
άλεσμα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλετρίβανος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἅλῳ — ἅλῳ̆ , ἅλως threshing floor fem nom pl (attic epic ionic) ἅλῳ̆ , ἅλως threshing floor fem dat sg (attic epic ionic) ἅ̱λῳ , ἧλος nail head masc dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλω — ἅλω̆ , ἅλως threshing floor fem gen sg (attic epic ionic) ἅ̱λω , ἁλίσκομαι to be taken aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἁλίσκομαι to be taken aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἅ̱λω , ἧλος nail head masc nom/voc/acc dual (doric) ἅ̱λω , ἧλος nail …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλῶ — ἀ̱λῶ , ἀλάομαι wander imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀλάομαι wander pres imperat mp 2nd sg ἀλάομαι wander imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ἀλέω grind pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀλέω grind pres ind act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλῶ — ἁλίσκομαι to be taken aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλῷ — ἁλίσκομαι to be taken aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλω — Ἄλης masc gen sg (attic epic ionic) Ἄλος masc nom/voc/acc dual Ἄλος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλω — ἄ̱λω , ἀλόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀλόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλῳ — Ἄλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλως — ἅλω̆ς , ἅλως threshing floor fem acc pl (attic epic ionic) ἅλω̆ς , ἅλως threshing floor fem nom sg (attic epic ionic) ἅ̱λως , ἁλίσκομαι to be taken aor ind act 2nd sg (doric aeolic) ἁλίσκομαι to be taken aor ind act 2nd sg (homeric ionic) ἅ̱λως …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГАЛОИ —    • Άλω̃α, τὰ,          см. Dionysus, Дионис, 6 …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”